- σωφρονισμός
- 1. воздержание, благоразумие, самоконтроль, целомудрие; 2. наставление, вразумление.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σωφρονισμός — teaching of morality masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμός — ο ΝΜΑ [σωφρονίζω] τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό (α. «ο σωφρονισμός δεν απέδωσε» β. «τῷ προσήκοντι ὑποβάλλεσθαι σωφρονισμῷ», Βασιλικά) μσν. αρχ. σωφροσύνης εγκράτεια («ἔδωκεν ὁ Θεὸς Πνεῡμα δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῡ», ΚΔ) … Dictionary of Greek
σωφρονισμός — ο 1. συνετισμός, λογίκευση. 2. τιμωρία, παραδειγματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωφρονισμοῖς — σωφρονισμός teaching of morality masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμοί — σωφρονισμός teaching of morality masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμοῦ — σωφρονισμός teaching of morality masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμῶ — σωφρονισμός teaching of morality masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμῶν — σωφρονισμός teaching of morality masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμῷ — σωφρονισμός teaching of morality masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρονισμόν — σωφρονισμός teaching of morality masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek